σλούγκι

σλούγκι
το, Ν
ζωολ. αραβικό λαγωνικό με κοντό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sloughi / saluki < αραβ. salūqΐy < Salūq, αρχ. πόλη τής Νότιας Αραβίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”